-
1 расстройство
расстройство с 1) (беспорядок) η σύγχυση, η διαταραχή; прийти в \расстройство χαλνώ 2) мед. η διαταραχή, η ανωμαλία 3) (огорчение) η στενοχώρια* * *с1) ( беспорядок) η σύγχυση, η διαταραχήприйти́ в расстро́йство — χαλνώ
2) мед. η διαταραχή, η ανωμαλία3) ( огорчение) η στενοχώρια -
2 расстройство
-а ουδ.1. εξάρθρωση, ξεχαρ-βάλιασμα, σπαράλιασμα• αποδιοργάνωση.2. διαταραχή•расстройство желудка διαταραχή του στομαχιού• -- пищеварения διαταραχή του πεπτικού συστήματος•
нервное расстройство νευρική ταραχή.
3. ψυχική ταραχή• σύγχυση•он сегодня в -е αυτός σήμερα έχει ψυχική ταραχή,είναι ταραγμένος..
-
3 нарушение
нарушение с 1) (покоя, порядка) η διαταραχή, η διατάραξη 2) (правил, законов) η παράβαση, η παραβίαση* * *с1) (покоя, порядка) η διαταραχή, η διατάραξη2) (правил, законов) η παράβαση, η παραβίαση -
4 расстроить
ρ.σ.μ.1. εξαρθρώνω, αποδιοργανώνω• σπαραλιάζω• ξεχαρβαλώνω• φέρνω σύγχυση, ταραχή•расстроить ряды противника σπαραλιάζω τις τάξεις του εχθρού•
воина -ла хозяйство ο πόλεμος εξάρθρωσε την οικονομία•
расстроить планы (замыслы) χαλνώ τα σχέδια•
расстроить здоровье βλάπτω την υγεία•
расстроить желудок προξενώ διαταραχή του στομαχιού.
2. ταράσσω• σπάζω•последние события -ли его нервы τα τελευταία γεγονότα τού σπασαν τα νεύρα.
3. ξεκουρντίζω•расстроить скрипку ξεκουρντίζω το βιολί.
|| ταράσσω την ψυχική ηρεμία• αναστατώνω. || πικραίνω, στενοχωρώ• δυσαρεστώ• κακοκαρδίζω.1. εξαρθρώνομαι, σπαραλιάζω κλπ. ρ. ενεργ. φ. (1 σημ.)• ряды противника -лись οι τάξεις του εχθρού σπαράλιασαν•хозяйство -лось το νοικοκυριό σπαράλιασε•
желудок -лся το στομάχι έπαθε διαταραχή.
2. ξεκουρντίζομαι•гитара -лась η κιθάρα ξεκουρντίστηκε.
3. ταράσσεται η ψυχική γαλήνη μου, καταθορυβούμαι, αναστατώνομαι. || θλίβομαι, πικραίνομαι, στενοχωρούμαι, δυσαρεστούμαι• κακοκαρδίζομαι•он -лся от неудачи αυτός πικράθηκε από την αποτυχία.
-
5 возмущение
1. астр. η διαταραχή атмосферное - ατμοσφαιρική - 2. (негодо-вание, недовольство) η αγανάκτηση, η αναστάτωση, η διαμαρτυρία.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > возмущение
-
6 нарушение
1. (прерывание действия) η διακοπή 2. (несоблюдение правил, законов) η παράβασηη παραβίαση3. мед. η διαταραχή, η διατάραξηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > нарушение
-
7 параграфия
мед. (нарушение письма) η παραγραφία, η διαταραχή της γραφής.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > параграфия
-
8 пертурбация
η εκτροπή, η διαταραχή, η διατάραξη.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > пертурбация
-
9 потрясение
(нервное) мед. η (νευρική) διαταραχή.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > потрясение
-
10 расстройство
1. (нарушение порядка, строя, неисправное состояние) η διατάραξη, η ανωμαλία 2. (нарушение нормального функционирования) η διαταραχήη διατάραξη, η ταραχήРусско-греческий словарь научных и технических терминов > расстройство
-
11 возмущение
возмущ||ениес1. (негодование) ἡ ἀγανάκτηση [-ις]:прийти в \возмущение ἀγανακτὤ2. (мятеж) уст. ἡ ἐξέγερση [-ις], ἡ στάση[-ις], ἡ ἀνταρσία·3. астр. ἡ διαταραχή, ἡ σύγχυση [-ις]. -
12 нарушение
нарушениес1. (покоя, тишины и т. п.) ἡ διαταραχή, ἡ διατάραξη [-ις]·2. (закона, обещания и т. п.) ἡ παραβίαση, ἡ παράβαση [-ις], ἡ ἀθέτηση, ἡ κατα,-ί πάτηση:\нарушение дисциплины ἡ παράβαση ттЙ πειθαρχίας· \нарушение обещания ἡ ἀθέτηση ὑπο-; σχέσης· \нарушение границы ἡ παραβίαση τών σιΗ νόρων. -
13 потрясение
потряс||ениес τό τράνταγμα:нервное \потрясениеение ἡ νευρική διαταραχή. -
14 расстройство
расстройствос1. ἡ βλάβη, τό ξεχαρ-βάλωμα/ ἡ ἀταξία (беспорядок):приходить в \расстройство (о делах) χαλνώ (άμετ.)·2. (заболевание) ἡ διατάραξη [-ις], ἡ διαταραχή:\расстройство желу́дка ἡ στομαχική διατάραξη·3. (огорчение) ἡ στενοχώρια, ἡ σύγχυση. -
15 функциональный
функциональн||ыйприл τής λειτουργίας τοῦ σώματος:\функциональныйое расстройство мед. ἡ λειτουργική διαταραχή· \функциональныйая зависимость мат ἡ συνάρτηση [-ις]. -
16 нарушение
[ναρουσένιιε] ουσ. ο. διαταραχή -
17 moving average disturbance
French\ \ perturbation définie pour une moyenne mobile; perturbation à moyenne mobileGerman\ \ MA-StörtermDutch\ \ storing met verloop volgens een voortschrijdend gemiddelde-procesItalian\ \ perturbazione della media mobileSpanish\ \ perturbación de la media móvil; perturbación del tipo de media móvilCatalan\ \ perturbació de mitjana mòbilPortuguese\ \ perturbação por médias móveisRomanian\ \ -Danish\ \ -Norwegian\ \ -Swedish\ \ -Greek\ \ διαταραχή κινούμενου μέσου όρουFinnish\ \ liukuvan keskiarvon häiriöHungarian\ \ mozgo átlag zavaraTurkish\ \ hareketli bozulma ortalamasıEstonian\ \ libisev keskmine häiringLithuanian\ \ slenkamojo vidurkio trikdysSlovenian\ \ -Polish\ \ składnik losowy w postaci średniej ruchomejRussian\ \ резкое отклонение скользящего среднегоUkrainian\ \ різке відхилення ковзаючого середньогоSerbian\ \ -Icelandic\ \ meðaltal truflunEuskara\ \ batez besteko traba mugitzenFarsi\ \ -Persian-Farsi\ \ -Arabic\ \ اضطراب الوسط المتحركAfrikaans\ \ bewegendegemiddelde-versteuringChinese\ \ 移 动 平 均 分 布Korean\ \ 이동평균변이, 이동평균변동 -
18 stochastic disturbance
French\ \ perturbation stochastiqueGerman\ \ stochastische StörungDutch\ \ stochastische storingItalian\ \ perturbazione stocasticaSpanish\ \ perturbación estocásticaCatalan\ \ perturbació estocàsticaPortuguese\ \ perturbação estocásticaRomanian\ \ -Danish\ \ -Norwegian\ \ -Swedish\ \ stokastisk störningGreek\ \ στοχαστική διαταραχήFinnish\ \ stokastinen häiriö; stokastinen levottomuusHungarian\ \ sztochasztikus zavarhatásTurkish\ \ stokastik bozmaEstonian\ \ stohhastiline häiringLithuanian\ \ stochastinis trikdys; trikdymasSlovenian\ \ -Polish\ \ zakłócenia losowe; składniki losoweRussian\ \ стохастическое (случайное) возмущениеUkrainian\ \ стохастичні збуренняSerbian\ \ -Icelandic\ \ stochastic truflunEuskara\ \ -Farsi\ \ -Persian-Farsi\ \ -Arabic\ \ اضطراب تصادفيAfrikaans\ \ stogastiese versteuringChinese\ \ 随 即 优 动Korean\ \ 확률변이, 확률변동, 확률교란 -
19 нарушение
[ναρουσένιιε] ουσ ο διαταραχή -
20 расстройка
-и θ. παλ. •1. εξάρθρωση, ξε-χαρβάλιασμα, σπαράλιασμα.2. ταραχή.3. βλάβη. || διαταραχή.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
διαταραχή — η (AM διαταραχή) διατάραξη νεοελλ. 1. ανωμαλία στην κανονική λειτουργία τμήματος ή όλου τού οργανισμού («στομαχικές διαταραχές») 2. «διαταραχές, ψυχικές» οι νευρώσεις* και ψυχώσεις* 3. μαθ. μέθοδος με την οποία επιλύεται ένα πρόβλημα εάν… … Dictionary of Greek
διαταραχή — η σύγχυση, ανωμαλία της ισορροπίας, ταραχή: Τα οικονομικά ήταν η αιτία της διαταραχής της σχέσης τους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ίλιγγος — Διαταραχή της αίσθησης ισορροπίας του σώματος στον χώρο. Κατά τον ί. δημιουργείται η ψεύτικη εντύπωση μετατόπισης ή περιστροφής των γύρω αντικειμένων σε σχέση με το άτομο (αντικειμενικός ί.) ή του ατόμου σε σχέση με τα αντικείμενα (υποκειμενικός… … Dictionary of Greek
καταφασία — Διαταραχή του λόγου, κατά την οποία ο ασθενής αρχικά απαντά ομαλά στις ερωτήσεις που του θέτουν, στη συνέχεια όμως επαναλαμβάνει συνεχώς τις ίδιες απαντήσεις στα ερωτήματα. * * * ή ιατρ. διαταραχή τού λόγου η οποία συνίσταται στη συχνή επανάληψη… … Dictionary of Greek
τραύλισμα — Διαταραχή του έναρθρου λόγου, που οφείλεται σε δυσχέρεια άρθρωσης των λέξεων, η οποία μπορεί να χαρακτηρίζεται από σπασμωδική επανάληψη μιας συλλαβής (κλονικό τ.), από δυσκολία εκφώνησης ενός ήχου ενώ το στόμα είναι ανοιχτό (τονικό τ.), από… … Dictionary of Greek
ραχίτιδα, ραχιτισμός — Διαταραχή της ανάπτυξης γενικά και του σκελετού ειδικότερα, που αφορά τη διεργασία της οστέωσης και τον μεταβολισμό των αλάτων, κατά τη διάρκεια της ταχείας αύξησης, που είναι χαρακτηριστική στα πρώτα χρόνια της ζωής. Οφείλεται σε ποικίλα… … Dictionary of Greek
αγραφία — Διαταραχή της ομαλής λειτουργίας του εγκεφαλικού κέντρου αντίληψης. Αποτέλεσμα της διαταραχής αυτής είναι η ανικανότητα του ατόμου να διατυπώσει κάτι γραπτά ή να γράψει οτιδήποτε του υπαγορεύεται ή και να αντιγράψει κείμενο που βλέπει, γιατί έχει … Dictionary of Greek
απραξία — Διαταραχή των σκόπιμων κινήσεων και πράξεων, ενώ παραμένουν ακέραιες οι κινητικές, οι αισθητικοαισθητηριακές λειτουργίες και η νόηση. Η α. εμφανίζεται σε περιπτώσεις που προσβάλλονται διάφορες περιοχές του φλοιού του εγκεφάλου. Χαρακτηριστικό… … Dictionary of Greek
ερυθροψία — Διαταραχή της όρασης που έχει αποτέλεσμα να βλέπει ο ασθενής όλα τα αντικείμενα κόκκινα. Η ε. είναι σχεδόν πάντα παροδική κατάσταση, που εμφανίζεται ως συνέπεια κάποιας πάθησης, όπως η επιληψία, ή έπειτα από εγχείρηση καταρράκτη. Οφείλεται όμως… … Dictionary of Greek
κρετινισμός — Διαταραχή που χαρακτηρίζεται από σοβαρή διανοητική καθυστέρηση, διαταραγμένη σωματική ανάπτυξη και χαρακτηριστικό προσωπείο. Είναι δευτεροπαθής εκδήλωση υπολειτουργίας του θυρεοειδούς που είναι συγγενής ή αρχίζει νωρίς στη νεογνική ηλικία, ενώ… … Dictionary of Greek
αγγειονεύρωση — Διαταραχή του νευρικού συστήματος που οφείλεται σε ανωμαλία του νευρικού συστήματος ή σε ορμονικές διαταραχές. Έχει επιπτώσεις σε διάφορα όργανα του σώματος π.χ. φαγούρα στο δέρμα, πρήξιμο των άκρων κλπ … Dictionary of Greek