Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

η διαταραχή

См. также в других словарях:

  • διαταραχή — η (AM διαταραχή) διατάραξη νεοελλ. 1. ανωμαλία στην κανονική λειτουργία τμήματος ή όλου τού οργανισμού («στομαχικές διαταραχές») 2. «διαταραχές, ψυχικές» οι νευρώσεις* και ψυχώσεις* 3. μαθ. μέθοδος με την οποία επιλύεται ένα πρόβλημα εάν… …   Dictionary of Greek

  • διαταραχή — η σύγχυση, ανωμαλία της ισορροπίας, ταραχή: Τα οικονομικά ήταν η αιτία της διαταραχής της σχέσης τους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ίλιγγος — Διαταραχή της αίσθησης ισορροπίας του σώματος στον χώρο. Κατά τον ί. δημιουργείται η ψεύτικη εντύπωση μετατόπισης ή περιστροφής των γύρω αντικειμένων σε σχέση με το άτομο (αντικειμενικός ί.) ή του ατόμου σε σχέση με τα αντικείμενα (υποκειμενικός… …   Dictionary of Greek

  • καταφασία — Διαταραχή του λόγου, κατά την οποία ο ασθενής αρχικά απαντά ομαλά στις ερωτήσεις που του θέτουν, στη συνέχεια όμως επαναλαμβάνει συνεχώς τις ίδιες απαντήσεις στα ερωτήματα. * * * ή ιατρ. διαταραχή τού λόγου η οποία συνίσταται στη συχνή επανάληψη… …   Dictionary of Greek

  • τραύλισμα — Διαταραχή του έναρθρου λόγου, που οφείλεται σε δυσχέρεια άρθρωσης των λέξεων, η οποία μπορεί να χαρακτηρίζεται από σπασμωδική επανάληψη μιας συλλαβής (κλονικό τ.), από δυσκολία εκφώνησης ενός ήχου ενώ το στόμα είναι ανοιχτό (τονικό τ.), από… …   Dictionary of Greek

  • ραχίτιδα, ραχιτισμός — Διαταραχή της ανάπτυξης γενικά και του σκελετού ειδικότερα, που αφορά τη διεργασία της οστέωσης και τον μεταβολισμό των αλάτων, κατά τη διάρκεια της ταχείας αύξησης, που είναι χαρακτηριστική στα πρώτα χρόνια της ζωής. Οφείλεται σε ποικίλα… …   Dictionary of Greek

  • αγραφία — Διαταραχή της ομαλής λειτουργίας του εγκεφαλικού κέντρου αντίληψης. Αποτέλεσμα της διαταραχής αυτής είναι η ανικανότητα του ατόμου να διατυπώσει κάτι γραπτά ή να γράψει οτιδήποτε του υπαγορεύεται ή και να αντιγράψει κείμενο που βλέπει, γιατί έχει …   Dictionary of Greek

  • απραξία — Διαταραχή των σκόπιμων κινήσεων και πράξεων, ενώ παραμένουν ακέραιες οι κινητικές, οι αισθητικοαισθητηριακές λειτουργίες και η νόηση. Η α. εμφανίζεται σε περιπτώσεις που προσβάλλονται διάφορες περιοχές του φλοιού του εγκεφάλου. Χαρακτηριστικό… …   Dictionary of Greek

  • ερυθροψία — Διαταραχή της όρασης που έχει αποτέλεσμα να βλέπει ο ασθενής όλα τα αντικείμενα κόκκινα. Η ε. είναι σχεδόν πάντα παροδική κατάσταση, που εμφανίζεται ως συνέπεια κάποιας πάθησης, όπως η επιληψία, ή έπειτα από εγχείρηση καταρράκτη. Οφείλεται όμως… …   Dictionary of Greek

  • κρετινισμός — Διαταραχή που χαρακτηρίζεται από σοβαρή διανοητική καθυστέρηση, διαταραγμένη σωματική ανάπτυξη και χαρακτηριστικό προσωπείο. Είναι δευτεροπαθής εκδήλωση υπολειτουργίας του θυρεοειδούς που είναι συγγενής ή αρχίζει νωρίς στη νεογνική ηλικία, ενώ… …   Dictionary of Greek

  • αγγειονεύρωση — Διαταραχή του νευρικού συστήματος που οφείλεται σε ανωμαλία του νευρικού συστήματος ή σε ορμονικές διαταραχές. Έχει επιπτώσεις σε διάφορα όργανα του σώματος π.χ. φαγούρα στο δέρμα, πρήξιμο των άκρων κλπ …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»